τούφα, η, ουσ.
[<μσν. τούφα <λατιν. tufa]. 1. πυκνή δέσμη από τρίχες, κλωστές ή
φύλλα δέντρου: «πάνω στο μέτωπό του άφηνε να πέφτει μια τούφα απ’ τα μαλλιά του
για γοητεία || στην άκρη του ποδόγυρού της κρεμόταν μια τούφα κλωστές || μια
τούφα απ’ το δέντρο έφτανε μέχρι το παράθυρό του». 2. χοντρή νιφάδα
χιονιού: «το χιόνι έπεφτε τούφες τούφες και σε λίγο όλη η έκταση ήταν
κάτασπρη». (Παιδικό τραγούδι: στη γωνιά μας κόκκινο τ’ αναμμένο τζάκι, τούφες
χιόνι πέφτουνε στα παραθυράκι). 3. ο μακάριος, ο ξέγνοιαστος
ύπνος: «το μυαλό του είναι συνέχεια στην τούφα». Από την εκπνοή του ανθρώπου
που κοιμάται. 4. (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «είναι τρία χρόνια
στην τούφα και θα κάνει άλλα δύο». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου, το ’χει η
μοίρα σου έτσι για να τραβιέσαι· για τέτοια μικροπράγματα στην τούφα να
πετιέσαι // αν είσαι αγάπη και πονείς έλα στην τούφα να με ιδείς).
Υποκορ. τουφίτσα, η·
-
πάω για τούφα ή πάω για τούφες, πηγαίνω για ύπνο: «κάθε βράδυ πάω
για τούφα πριν απ’ τα μεσάνυχτα»·
-
πέφτω για τούφα ή πέφτω για τούφες (ενν. στο κρεβάτι), ξαπλώνω
στο κρεβάτι για να κοιμηθώ: «μόλις γυρίζει στο σπίτι, πέφτει αμέσως για τούφα»·
-
ρίχνω τούφα ή ρίχνω τούφες ή ρίχνω τις τούφες μου ή το
ρίχνω στην τούφα ή το ρίχνω στις τούφες, κοιμάμαι μακάρια,
ξέγνοιαστα: «απ’ τη στιγμή που δεν έχω ανάγκη από δουλειά, όποτε θέλω ρίχνω τις
τούφες μου».